- πελούζ
- και πελούζα, η1. κομμάτι γης σκεπασμένο με πυκνή και χαμηλή χλόη, γκαζόν2. (στον ιππόδρομο) το τμήμα τής κερκίδας που φιλοξενεί τους θεατές οι οποίοι έχουν εισιτήριο β' θέσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pelouse < λατ. pilosus «τριχώδης»].
Dictionary of Greek. 2013.