πελούζ

πελούζ
και πελούζα, η
1. κομμάτι γης σκεπασμένο με πυκνή και χαμηλή χλόη, γκαζόν
2. (στον ιππόδρομο) το τμήμα τής κερκίδας που φιλοξενεί τους θεατές οι οποίοι έχουν εισιτήριο β' θέσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pelouse < λατ. pilosus «τριχώδης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • Οχοτσκική θάλασσα — Θάλασσα (1.578.000 τ. χλμ.) του βόρειου Ειρηνικού, που ορίζεται από τη σοβιετική Άπω Ανατολή, τη Χερσόνησο Καμτσάτκας, το νησί Σαχαλίνη και τα νησιά Κουρίλες που κλείνουν σαν αλυσίδα το άνοιγμα της θάλασσας στον Ειρηνικό. Η έκτασή της είναι ίση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”